- προσφάγιον
- προσφάγιονPLond. ined.neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφάγιον — τὸ, Α σφάγιο που θυσιάζεται εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σφάγιον (< σφαγή)] … Dictionary of Greek
προσφαγίου — προσφάγιον PLond. ined. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφαγίων — προσφάγιον PLond. ined. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφαγίῳ — προσφάγιον PLond. ined. neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφάγια — προσφάγιον PLond. ined. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PULMENTUM Unctiusculum — Plauto, Pseud. Actu 1. sc. 2. v. 85. βάμμα est; quod unctum Persio, Sat. 3. v. 102. cenare sine uncto, i. e. oleo. Plin. l. 19. c. 4. Nec caules ut nunc maxime probabant, damnantes pulmentaria, quae egerent aliô pulmentariô, id erat eleo parcere … Hofmann J. Lexicon universale
προσφάγι — το / προσφάγιον, ΝΜΑ, και προσφάι Ν καθετί που τρώγεται με ψωμί ως συμπλήρωμά του (α. «τοῡ προσφαγίου ἡ μέριμνα κι ἡ λεῑψις τοῡ ψωμίου / τάς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν», Πρόδρ. β. «ὀσπρίου ἤ ἄλλου τινὸς προσφαγίου», Σχόλ. Αριστοφ … Dictionary of Greek
προσφαγιάζω — Α [προσφάγιον] προσφέρω θυσία, θυσιάζω σε τάφο … Dictionary of Greek
ՈՒՏԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 2 0557 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա.գ. ἑσθιόμενος manducandus, edendus, edibilis βρώσιμος, βρώτος esculentus, edulis προσφάγιον opsonium. Որ ինչ ուտի. զոր լինի ուտել. կերակուր. ճարակ. ուտւելու. ... *Ամենայն ծառ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)